γυμνοθεραπεία

γυμνοθεραπεία
η воздушные и солнечные ванны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυμνοθεραπεία" в других словарях:

  • γυμνοθεραπεία — η φυσιοθεραπευτική μέθοδος κατά την οποία το σώμα εκτίθεται γυμνό στην επίδραση τού αέρα, τού ήλιου ή τού νερού …   Dictionary of Greek

  • γυμνοθεραπεία — η η έκθεση του σώματος γυμνού στον ήλιο ή τον αέρα για θεραπευτικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»